δαιμονιακό
Смотреть что такое "δαιμονιακό" в других словарях:
Μότσαρτ, Βόλφγκανγκ Αμαντέους — (Wolfgang Amadeus Mozart, Σάλτσμπουργκ 1756 – Βιέννη 1791). Αυστριακός συνθέτης. Άντλησε ένα μεγάλο τμήμα των μουσικών του γνώσεων από τον πατέρα του Λεοπόλδο, ο οποίος προΐστατο της αυλικής ορχήστρας στην Αρχιεπισκοπή του Σάλτσμπουργκ, ενώ ήταν… … Dictionary of Greek
Ταρτίνι, Τζουζέπε — (Tartini, Πιράνο ντ’ ΄Ιστρια 1692 – Πάντοβα 1770). Ιταλός βιολιστής και συνθέτης. Αφού έκανε ουμανιστικές και μουσικές σπουδές σε εκκλησιαστικές σχολές, ο Τ. αρνήθηκε να μπει στο τάγμα των φραγκισκανών και δέχτηκε, για να ικανοποιήσει έστω και… … Dictionary of Greek