δαιμονιακό

δαιμονιακό

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "δαιμονιακό" в других словарях:

  • Μότσαρτ, Βόλφγκανγκ Αμαντέους — (Wolfgang Amadeus Mozart, Σάλτσμπουργκ 1756 – Βιέννη 1791). Αυστριακός συνθέτης. Άντλησε ένα μεγάλο τμήμα των μουσικών του γνώσεων από τον πατέρα του Λεοπόλδο, ο οποίος προΐστατο της αυλικής ορχήστρας στην Αρχιεπισκοπή του Σάλτσμπουργκ, ενώ ήταν… …   Dictionary of Greek

  • Ταρτίνι, Τζουζέπε — (Tartini, Πιράνο ντ’ ΄Ιστρια 1692 – Πάντοβα 1770). Ιταλός βιολιστής και συνθέτης. Αφού έκανε ουμανιστικές και μουσικές σπουδές σε εκκλησιαστικές σχολές, ο Τ. αρνήθηκε να μπει στο τάγμα των φραγκισκανών και δέχτηκε, για να ικανοποιήσει έστω και… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»